Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰσθήσεις θεῶν

См. также в других словарях:

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Δημόκριτος — I (Άβδηρα περ. 460 – περ. 370 π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη και του Πρωταγόρα. Οι πληροφορίες για τη ζωή του δεν είναι ακριβείς. Κατά την παράδοση, υπήρξε μακροβιότατος και πολυταξιδεμένος. Είχε δεχτεί τη διττή επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»